εξαγκυλώ

εξαγκυλώ
ἐξογκυλῶ, -όω (Α)
1. δένω με δερμάτινο ιμάντα ή βρόχο
2. μέσ. κρατώ ακόντιο από την αγκύλη του, δηλ. από τον ιμάντα που βρισκόταν στη μέση τού ακοντίου και με τον οποίο ο ακοντιστής έριχνε το ακόντιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”